Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ

См. также в других словарях:

  • ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»